μαρασμός

μαρασμός
Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού.
* * *
ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω]
1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά
2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας, τής ακμής, μάρανση, μάρασμα, μαράγγιασμα
3. μτφ. κατάπτωση, παρακμή, ξεπεσμός
4. αδυναμία, καχεξία, απίσχνανση τού σώματος που προέρχεται συνήθως από μακρά ασθένεια, γήρας, μεγάλη και συνεχή κόπωση και άλλες καταπονήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαρασμός — withering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”